αντιποιητικός

αντιποιητικός
(I)
-ή, -ό
ο μη ποιητικός, αυτός που παραβαίνει τους κανόνες της ποίησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + ποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 από τον Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα Εφημερίς, ως απόδοση του γερμ. unpoetisch (πρβλ. αγγλ. antipoetical
γαλλ. antipoetique)].
————————
(II)
ἀντιποιητικός, -ή, όν (Α) [αντιποιούμαι]
αυτός που επιχειρεί αντιποίηση*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιποιητικός — ή, ό επίρρ. ά αντίθετος ή ασυμβίβαστος με την ποίηση: Στο έργο του οι κριτικοί βρίσκουν πολλά αντιποιητικά στοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Καραβίας, Πάνος — (Αθήνα 1905 – 1985). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”