- αντιποιητικός
- (I)-ή, -όο μη ποιητικός, αυτός που παραβαίνει τους κανόνες της ποίησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + ποιητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 από τον Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα Εφημερίς, ως απόδοση του γερμ. unpoetisch (πρβλ. αγγλ. antipoeticalγαλλ. antipoetique)].————————(II)ἀντιποιητικός, -ή, όν (Α) [αντιποιούμαι]αυτός που επιχειρεί αντιποίηση*.
Dictionary of Greek. 2013.